υπεραστικός

υπεραστικός
-ή, -ό
1. αυτός που είναι ή γίνεται πέρα από την περιοχή της πόλης (άστεως): Υπεραστική τηλεφωνική συνδιάλεξη.
2. το ουδ. ως ουσ., υπεραστικό λεωφορείο που εκτελεί υπεραστικά δρομολόγια με άλλες πόλεις (πρβλ. αστικό): Δε θα πάρω το τρένο Θεσσαλονίκης - Σερρών, αλλά το υπεραστικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπεραστικός — ή, ό, Ν [αστικός] 1. αυτός που γίνεται ή εκτείνεται πέρα από την πόλη (α. «υπεραστικές συγκοινωνίες» β. «υπεραστικό τηλεφώνημα») 2. το ουδ. ως ουσ. το υπεραστικό λεωφορείο που εκτελεί δρομολόγια έξω από το αστικό δίκτυο …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”