- υπεραστικός
- -ή, -ό1. αυτός που είναι ή γίνεται πέρα από την περιοχή της πόλης (άστεως): Υπεραστική τηλεφωνική συνδιάλεξη.2. το ουδ. ως ουσ., υπεραστικό λεωφορείο που εκτελεί υπεραστικά δρομολόγια με άλλες πόλεις (πρβλ. αστικό): Δε θα πάρω το τρένο Θεσσαλονίκης - Σερρών, αλλά το υπεραστικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.